ἀρίστευμα

ἀρίστευμα
ἀρίστ-ευμα [ᾰ], ατος, τό,
A = ἀριστεία, deed of prowess, Eust.115.14 (pl.), Gp.Praef.2 (pl.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αρίστευμα — ἀρίστευμα, το (Μ) [αριστεύω] το κατόρθωμα, ο άθλος, το ανδραγάθημα …   Dictionary of Greek

  • ἀρίστευμα — deed of prowess neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστευμάτων — ἀρίστευμα deed of prowess neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστεύμασι — ἀρίστευμα deed of prowess neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστεύμασιν — ἀρίστευμα deed of prowess neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστεύματα — ἀρίστευμα deed of prowess neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστεύματι — ἀρίστευμα deed of prowess neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστεύματος — ἀρίστευμα deed of prowess neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτητορικός — ή, ό (Μ κτητορικός, ή, όν) [κτήτωρ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κτήτορα («τὸ δὲ νῡν βασιλικὸν ἀρίστευμα καινίσει μὲν καὶ τὸ πάλαι κτητορικὸν ὄνομα», Ευστ.) 2. αυτός που προέρχεται από τον κτήτορα (α. «κτητορική μονή» η μονή που έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”